- άθυρμα
- το прям. , перен. игрушка; игра;
§ είμαι άθυρμα της μοίρας — быть игрушкой в руках судьбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ είμαι άθυρμα της μοίρας — быть игрушкой в руках судьбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρματος — ἄθυρμα plaything neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)